Μακροσφαιριναιμία Waldenström
Η Μακροσφαιριναιμία Waldenström (WM) είναι ένα σπάνιο λεμφουπερπλαστικό νόσημα που μοιράζεται χαρακτηριστικά τόσο με τα λεμφώματα όσο και με το πολλαπλούν μυέλωμα. Οφείλει την ονομασία της στην ανεύρεση στον ορό των ασθενών μια κλωνικής πρωτεΐνης (παραπρωτεΐνης) που ανήκει στις ανοσοσφαιρίνες και συγκεκριμένα στην IgM τάξη. Μέση ηλικία διάγνωσης τα 73 έτη, συχνότερα σε άνδρες. Συχνά είναι μια ήπια, μη-επιθετική νόσος, που μπορεί να μείνει πολλά χρόνια μόνο σε παρακολούθηση, χωρίς θεραπεία.
Όταν εμφανιστούν συμπτώματα, θα πρέπει να γίνει προσεκτική εκτίμηση σχετικά με το αν είναι αποτέλεσμα των ιδιοτήτων της ανώμαλης πρωτεΐνης ή οφείλονται σε διήθηση μυελού και λεμφαδένων, διότι σε κάθε περίπτωση χρειάζεται διαφορετικού είδους θεραπεία. Η λεμφωματική μορφή της νόσου ονομάζεται λεμφοπλασματοκυτταρικό λέμφωμα. Εκτός από το λεμφοπλασματοκυτταρικό, και άλλες μορφές λεμφωμάτων μπορεί να παρουσιάζουν παραπρωτείνη IgM, συνήθως σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τη WM.
Υπάρχουν 4 τύποι κλινικών εκδηλώσεων της νόσου:
- Το λεγόμενο IgM MGUS το οποίο είναι τελείως αυμπτωματικό με IgM<3 g/dl και λιγότερα από 10% λεμφοπλασματοκύτταρα στο μυελό. Η πιθανότητα εξέλιξης προς Μακροσφαιριναιμία Waldenström είναι 1,5% κατ’ έτος, αδρά δηλαδή ο ένας στους 10 ασθενής θα παρουσιάσει λεμφουπερπλαστικό νόσημα στα πρώτα 5 χρόνια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που δε θα εξελιχθούν ποτέ. Να σημειωθεί ότι IgM παραπρωτείνη μπορεί να βρεθεί και σε άλλα αιματολογικά ή μη νοσήματα όπως το πολλαπλούν μυέλωμα, οι IgM νευροπάθειες, η κρυοσφαιριναιμία.
- Ασυμπτωματικό Waldenström με IgM>3 g/dl ή/και περισσότερα από 10% λεμφοπλασματοκύτταρα στο μυελό, αλλά χωρίς συμπτώματα
- Ο τύπος στον οποίο έχουμε μόνο ανοσολογικές εκδηλώσεις, όπως μικτή κρυοσφαιριναιμία, νόσος ψυχρών συγκολητινών, περιφερική νευροπάθεια, αμυλοείδωση και σύνδρομο POEMS.
- Ασθενείς με συμπτώματα από διήθηση μυελού όπως αναιμία, θρομβοπενία ή από διόγκωση λεμφαδένων-ήπατος-σπληνός. Αυτοί οι ασθενείς αν μείνουν χωρίς θεραπεία μπορεί να παρουσιάσουν σύνδρομο υπεργλοιότητας, δηλαδή κυκλοφορικές διαταραχές εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας πρωτεΐνης στο αίμα. Συχνά παρουσιάζεται αιμορραγία από τη μύτη ή τα ούλα. Αυτός ο τύπος αποτελεί την κλασική Μακροσφαιριναιμία Waldenström.
Για τους ασθενείς των περιπτώσεων 1-2 δε χρειάζεται θεραπεία. Για την περίπτωση 3, συχνά έχουμε καλά αποτελέσματα με ανοσοθεραπεία με μονοκλωνικό αντίσωμα αντι-CD20. Η περίπτωση 4 συνήθως χρειάζεται συνδυασμένη χημειοθεραπεία ή στοχευμένη θεραπεία με αναστολείς του πρωτεασώματος. Σε επείγουσες περιπτώσεις, μπορεί να εφαρμοστεί αρχικά πλασμαφαίρεση. Σε νεότερους ασθενείς έχει θέση και η αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων. Το νόσημα αυτό παρά τη θεραπεία σχεδόν πάντα υποτροπιάζει. Η υποτροπή μπορεί να εξελίσσεται αργά, οπότε και πάλι δε χρειάζεται θεραπεία. Όταν απαιτηθεί θεραπεία, μπορεί να επαναληφθεί η αρχική θεραπεία αν είχε μακροχρόνιο αποτέλεσμα ή να αλλάξει. Υπάρχουν πολλές επιλογές για την υποτροπή, μεταξύ των οποίων και θεραπεία με αναστολείς ΒΤΚ, η οποία δίδεται από το στόμα και δεν χρειάζεται νοσηλεία.
Μερικές φορές η νόσος μπορεί να εξελιχθεί σε ένα πιο επιθετικό λέμφωμα, υψηλής κακοήθειας. Σε υποψία μια τέτοιας μετατροπής θα χρειαστεί βιοψία λεμφαδένα. Εφόσον επιβεβαιωθεί, η θεραπεία αλλάζει ανάλογα με τον τύπο του λεμφώματος.
Τέλος, για να προβλέψουμε την ανταπόκριση του νοσήματος στη θεραπεία, ελέγχουμε τον ασθενή, συνήθως στο υλικό από το μυελόγραμμα, για την ύπαρξη μεταλλάξεων στα γονίδια MYD88 και CXCR4.